- κινάθισμα
- κινάθισμα, τὸ (Α)ελαφρά κίνηση και ο ήχος που δημιουργείται από αυτήν, όπως το φτερούγισμα («τί ποτ' οὖ κινάθισμα κλύω πέλας οἰωνῶν;», Αισχύλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κινάθισμα όπως και ο τ. κιναθισμός παράγονται πιθ. από το ρ. κιναθίζω και συνδέονται με το επίθ. κινυρόςη σύνδεση τους με το ρ. κινῶ είναι αβέβαιη λόγω τής διαφορετικής ποσότητας τού -ι- (κινάθισμα, -σμός, αλλά κινῶ)].
Dictionary of Greek. 2013.